σοβάτισμα

σοβάτισμα
τό
1) штукатурка; 2) штукатурные работы, штукатурка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σοβάτισμα" в других словарях:

  • σοβάτισμα — σοβάτισμα, το και σουβάτισμα, το και σοβάντισμα, το επικάλυψη των επιφανειών με σοβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάτισμα — και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν [σοβατίζω] επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά …   Dictionary of Greek

  • αλοιμός — ἀλοιμός, ο (Α) (για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί *ἀλοιμμὸς < *ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • κονίαση — η (Α κονίασις) [κονιώ] επίχριση τοίχου με κονίαμα, σοβάτισμα νεοελλ. ιατρ. νόσος που προκαλείται από εισπνοή σκόνης, αλλ. κονίωση …   Dictionary of Greek

  • μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… …   Dictionary of Greek

  • σοβάντισμα — το, Ν βλ. σοβάτισμα …   Dictionary of Greek

  • σουβάτισμα — το, Ν βλ. σοβάτισμα …   Dictionary of Greek

  • μυστρί — το ιού, εργαλείο των οικοδόμων και των σοβατζήδων που αποτελείται από τριγωνικό έλασμα και λαβή και με το οποίο παίρνουν το κονίαμα που χρησιμοποιούν στο χτίσιμο ή το σοβάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάντισμα — το βλ. σοβάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»